- αρικύμων
- ἀρικύμων (-ονος), η (Α)(για γυναίκα) αυτή που συλλαμβάνει εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι-* + -κύμων < κύμα < κυώ «είμαι έγκυος, συλλαμβάνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρικύμων — ἀρικύ̱μων , ἀρικύμων prolific masc/fem nom sg ἐρικύμων big with young masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρι- — (AM ἀρι ) προθεματικό, επιτατικό μόριο που χρησιμεύει για να επιτείνει τη σημασία του β συνθετικού της λέξης στην οποία απαντά και σημαίνει «πολύ, κατεξοχήν» (πρβλ. το συνώνυμο ερι ). Χρησιμοποιείται σε αρκετές λέξεις, κυρίως του αρχαίου… … Dictionary of Greek
ἀρικύμονες — ἀρικύ̱μονες , ἀρικύμων prolific masc/fem nom/voc pl ἐρικύμων big with young masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)